ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

Μια φορά κι έναν καιρό στην Αλεξάνδρεια ζούσε σε μια φτωχική οικογένεια ο Σαμουήλ, ένα αγόρι είκοσι ετών με καστανά μάτια και πυκνά κατσαρά μαλλιά. Πατέρας του Σαμουήλ ήταν ο Λέοντας και μητέρα του η Κλεοπάτρα. Μια φρικτή αρρώστια είχε στερήσει από τον πατέρα του την όρασή του τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η μητέρα του Σαμουήλ, η Κλεοπάτρα, ήταν πάντα στενοχωρημένη, γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο άντρας της είχε χάσει το φως του παρόλο που είχαν περάσει τόσα χρόνια.

 

Ο Σαμουήλ δούλευε σε ένα στάβλο με πάρα πολλά άλογα. Το αφεντικό του ήταν ένας σκληρός, τσιγκούνης και άδικος άνθρωπος. Πλήρωνε το Σαμουήλ πολύ λιγότερο για τη δουλειά που του έκανε και συνεχώς του μιλούσε άσχημα. Ο Σαμουήλ δεν άντεχε άλλο αυτήν την πίεση από το αφεντικό του και πήρε την απόφαση να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να κάνει μια καινούρια αρχή σε ένα άλλο μέρος. Μόλις έπεσε η νύχτα, χαιρέτησε τους γονείς του, πήγε στον στάβλο και πήρε το αγαπημένο του άλογο, την Καλλονή. Έφευγε με την ελπίδα να βρει καλύτερη δουλειά και να γυρίσει κάποια στιγμή πίσω για να βοηθήσει τους γονείς του.

 

Περιπλανιόταν για μέρες στην έρημο, ώσπου ξαφνικά παρουσιάστηκαν μπροστά του δύο ληστές που κρατούσαν κοφτερά μαχαίρια. Τον απείλησαν ότι θα τον σκότωναν αν δεν τους έδινε χρήματα. Ο Σαμουήλ φυσικά δεν είχε ούτε ένα νόμισμα πάνω του και για αυτό τους έδωσε όλο το φαγητό που κουβαλούσε μαζί του. Οι ληστές το άρπαξαν και εξαφανίστηκαν. Εκείνος συνέχισε το ταξίδι του, αλλά δεν ήξερε πόσο θα άντεχε να περπατά στην έρημο νηστικός. Για καλή του τύχη, μετά από κάποιες ώρες, έφτασε στο χώρο που ζούσε μια φυλή της ερήμου. Έτσι όπως ήταν ταλαιπωρημένος και μαυρισμένος από τον καυτό ήλιο, οι άνθρωποι της φυλής τον πέρασαν για δικό τους! Αφού έφαγε με την ψυχή του, κοιμήθηκε δυο-τρεις ώρες και πριν ξημερώσει δραπέτευσε. Αν έμενε κι άλλο κάποια στιγμή θα καταλάβαιναν ότι ήταν ξένος και μπορεί και να του έκαναν κακό.

 

Μετά από κάποιες ώρες περιπλάνησης, κατάφερε να φτάσει στην Ηλιοχώρα. Είχε ακούσει ότι η αυτοκράτειρα αυτής της χώρας είναι καλή και συμπονετική γυναίκα και έτσι αποφάσισε να πάει να τη συναντήσει. Η αυτοκράτειρα της Ηλιοχώρας Αμάνδρα δέχτηκε να τον ακούσει, τον πίστεψε και αποφάσισε να τον βοηθήσει. Του βρήκε δουλειά σε ένα αγρόκτημα. Στο ίδιο αγρόκτημα δούλευε και ένας άλλος νέος, ο Ιωάννης. Μόλις γνωρίστηκαν, ο Σαμουήλ και ο Ιωάννης έγιναν αχώριστοι φίλοι και ο ένας συμπαραστεκόταν στον άλλον.

Τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά για το Σαμουήλ. Είχε νοικιάσει δικό του σπίτι, μικρό αλλά βολικό, και είχε μαζέψει μάλιστα και κάποια χρήματα. Το μυαλό και η καρδιά του όμως βρίσκονταν πίσω στην πατρίδα του την Αλεξάνδρεια και στους γονείς του. Ζήτησε λοιπόν από το φίλο του τον Ιωάννη να τον καλύψει κάποιες μέρες στη δουλειά, πήρε το άλογό του, την Καλλονή, και ξεκίνησε να πάει να επισκεφτεί τους γονείς του.

 

Έπρεπε πάλι να διασχίσει εκείνη την ατέλειωτη έρημο. Τη δεύτερη μέρα, καθώς προχωρούσε, έπεσε πάνω σε κάποιους ανθρώπους από τη φυλή που τον είχε φιλοξενήσει. Εκείνοι τον αναγνώρισαν αμέσως, θυμήθηκαν ότι τους είχε εξαπατήσει και άρχισαν να τον κυνηγούν. Μετά από πολλή ώρα καταδίωξης, ο Σαμουήλ κατάφερε να τους ξεφύγει. Κατάλαβε όμως ότι η έρημος κρύβει πολλούς κινδύνους και εκείνος ήταν απροστάτευτος. Για αυτό έφτιαξε ένα αυτοσχέδιο όπλο και συγκεκριμένα ένα ρόπαλο.

Συνέχισε λοιπόν το δρόμο της επιστροφής του στην Αλεξάνδρεια. Όλα ήταν ήρεμα και ο Σαμουήλ πίστευε ότι είχε ξεφύγει από κάθε κίνδυνο πια. Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει αυτήν τη σκέψη και μέσα από το πουθενά εμφανίστηκαν τέσσερις μασκοφορεμένοι άντρες που τον περικύκλωσαν. Ποιοι ήταν αυτοί οι μεγαλόσωμοι άντρες; Τι ζητούσαν από το Σαμουήλ; Σε τι περιπέτειες έμπλεκε πάλι;

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

 

Ομάδα μαθητών:

¯     Διαμαντίδη Νικόλ

¯     Κλεπετσάνης Παύλος

¯     Κουμούλας Βασίλης

¯     Μαζαράκη Μελίνα

¯     Μαυρολιά Δώρα

¯     Σαραβάς Βασίλης

¯     Σπάγος Γιώργος

¯     Σταυρινουδάκη Μαρία